Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 – 1913 και την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στον εθνικό κορμό, τέθηκε επί τάπητος το ζήτημα της οχύρωσης των νέων βόρειων συνόρων της χώρας, μια και η γειτονική Βουλγαρία επέμενε στην ανατροπή του εδαφικού status quo στην περιοχή, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τη “Συνθήκη του Βουκουρεστίου” (Αύγουστος 1913)
Ωστόσο η έλλειψη των αναγκαίων οικονομικών πιστώσεων οδήγησε στην κατασκευή μεμονωμένων οχυρών ανασχέσεως στις βασικές διαβάσεις των ελληνοβουλγαρικών συνόρων (μήκους 222 χλμ το 1914), που θα επέτρεπαν -σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης- ολιγοήμερη αντίσταση έως ότου επενέβαιναν στρατιωτικές ενισχύσεις εξ εφεδρείας.
Μετά από εισήγηση του Ιωάννη Μεταξά, αντισυνταγματάρχη τότε του Μηχανικού και διευθυντή της Β’ Επιτελικής Διευθύνσεως, την περίοδο 1914 – 1916 κατασκευάστηκαν συνολικά οκτώ (8) οχυρά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα από τη λίμνη Δοϊράνη δυτικά έως τον ποταμό Νέστο ανατολικά.
Συγκεκριμένα :
- Δοβα Τεπε (Kαστανούσα)
- Ρούπελ
- Κρουσοβίτικο (Φαιά Πέτρα)
- Στάρτσιτσα (Περιθώρι)
- Λίσσε (Οχυρό)
- Τουλουμπαρ
- Μπούκια (Παρανέστι)
- Ιντζές (Παράδεισος)
Παράλληλα οχυρώθηκε η πόλη της Καβάλας ως δεύτερη τοποθεσία άμυνας.
Σύμφωνα με τον προγραμματισμό θα ήταν περίκλειστα έργα ημιμόνιμης οχύρωσης, με αποστολή ν’ αποτρέψουν με το πυροβολικό τους τη διέλευση από τον εχθρό βασικών διαβάσεων που οδηγούσαν στην ελληνική ενδοχώρα. Για το λόγο αυτό, η δύναμη πεζικού που διέθετε κάθε οχυρό θα χρησιμοποιούνταν μόνο για υποστήριξη του έργου του πυροβολικού και την εγγύς άμυνα.
Το οχυρά ανασχέσεως θα συμπληρώνονταν με μικρότερα κλειστά έργα, που θα κατέληγαν σε δύσβατα φυσικά εμπόδια δυσκολεύοντας την υπερκέραση τους από τον εχθρό. Τα πενιχρά οικονομικά ωστόσο, είχαν ως αποτέλεσμα να μην κατασκευαστούν τα μικρότερα παρακείμενα έργα που αρχικά είχαν προβλεφθεί, αλλά απλά έργα εκστρατείας στη θέση τους.
Ένα οχυρό ανασχέσεως αποτελούνταν από θέσεις πυροβόλων, σκέπαστρα προσωπικού, παρατηρητήρια πυροβολικού και πεζικού, αποθήκες πυρομαχικών και τροφίμων, σταθμούς επιδέσεως κ.α. που επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ορύγματα ενώ περιβαλλόταν από συνεχόμενο συρματόπλεγμα. Κάθε οχυρό περιβαλλόταν από μία απλή γραμμή άμυνας με ορύγματα μάχης για το πεζικό. Όσον αφορά τον οπλισμό, εκτός από πυροβόλα εξοπλίστηκαν και με πολυβόλα για το πεζικού, τα περισσότερα λάφυρα των Βαλκανικών Πολέμων.
Στην Π.Ε. Σερρών, κατασκευάστηκαν την περίοδο 1914-1916 τα οχυρά Δοβά Τεπέ (Καστανούσα), Ρούπελ (πλησίον της σημερινής θέσης) και Φαιά Πέτρα (Καπνόφυτο).
Το οχυρό Ρούπελ κατασκευάστηκε στις Ν.Δ. πλαγιές του όρους Άγκιστρο (Τσιγγέλι), φράζοντας αποτελεσματικά την είσοδο της στενής λωρίδας γης (περίπου 11 χλμ) που σχηματίζεται από τον ρου του ποταμού Στρυμόνα, ανάμεσα στα βουνά Κερκίνη (Μπέλλες) και Άγκιστρο, γνωστή και ως Στενωπός Ρούπελ. Πρόκειται για το Βυζαντινό Ρουπέλιον, που υπήρξε διαχρονικά τόπος σφοδρών συγκρούσεων λόγω της σημαντικής γεωγραφικής του θέσης, φράζοντας ουσιαστικά την κύρια είσοδο προς την ελληνική ενδοχώρα.
Κύρια αποστολή του οχυρού ήταν να εμποδίσει με το πυροβολικό του τη διέλευση εχθρικών τμημάτων μέσα στη Στενωπό του Ρούπελ, αποτρέποντας τα να κινηθούν στη συνέχεια προς Σέρρες ή Θεσσαλονίκη. Ουσιαστικά το οχυρό παρείχε τη δυνατότητα ελέγχουν των διαβάσεων από την περιοχή του βουλγαρικού Πετριτσίου προς την κοιλάδα των Σερρών και αντίστροφα.
Ήταν ένα μετρίου μεγέθους έργο, με ελαφρά σκεπάσματα για τη φρουρά και την αποθήκευση υλικού, με περίμετρο 2-3 χλμ για την καλύτερη προστασία των πυροβόλων, ενώ είχαν διατεθεί για τη δύναμη πεζικού 50 πολυβόλα.
Η έρευνα στα βουλγαρικά αρχεία (χάρτης του 1933), έφερε στο φως το Οχυρό Ανασχέσεως του Ρούπελ (1914-1916), το οποίο κατασκευάστηκε αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-1913 και συνδέθηκε με τη δίνη των γεγονότων του 1916 (παράδοση σε Γερμανούς και Βούλγαρους), την είσοδο στην Ελλάδα στον Α΄ Π.Π. που ακολούθησε (1917) και γενικότερα τον Εθνικό Διχασμό. Συγκρίνοντάς την οχύρωση σε σημερινό χάρτη, προκύπτει πως πρόκειται για ένα μεγάλο εντυπωσιακό έργο